- ἐνέταξαν
- ἐντάσσωinsertaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Αμαράντου, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Σουδενά των Καλαβρύτων. Πολέμησε επικεφαλής σώματος 60 ανδρών. Έλαβε μέρος και διακρίθηκε στις μάχες του Λεβιδίου και της Πάτρας στις οποίες και τραυματίστηκε. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στη Φάλαγγα και … Dictionary of Greek
Αμπλιανίτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος ή Ντελής. Καταγόταν από την Άμπλιανη. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή και πληγώθηκε τρεις φορές. 2. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Καστανιά της Υπάτης. Στη διάρκεια του Αγώνα ήταν οπλαρχηγός της περιοχής του και πήρε… … Dictionary of Greek
Βοϊνέσκος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821. Υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη, τον ακολούθησε το 1821 στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου και πολέμησε σε πολλές μάχες. Μετά την απελευθέρωση, τον ενέταξαν στην Γ’ τάξη των αξιωματικών. Το 1841 διορίστηκε πρόξενος της Ελλάδας … Dictionary of Greek
Βουλγάρας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βουλγαρία και υπηρέτησε τον Αγώνα ως οπλαρχηγός στην Αττική (1826). Μετά την απελευθέρωση, τον ενέταξαν στους αξιωματικούς Ζ’ τάξης … Dictionary of Greek
Βούλγαρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Βουλγαρία. Στον Αγώνα υπηρέτησε ως πεντηκόνταρχος του ιππικού. Το 1827 ήταν αξιωματικός στο στρατόπεδο του Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι. Μετά την απελευθέρωση, τον ενέταξαν στους… … Dictionary of Greek
Γκαροντί, Ροζέ — (Roger Garaudy, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και πολιτικός. Δίδαξε φιλοσοφία σε διάφορα γαλλικά πανεπιστήμια. Συμμετείχε στην Αντίσταση και εντάχθηκε στο Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), του οποίου υπήρξε βουλευτής (1945 58)… … Dictionary of Greek
Καλαβρία — (Calabria). Περιοχή (15.080 τ. χλμ., 1.993.274 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας με πρωτεύουσα την πόλη Καταντσάρο (Catanzaro, 93.540 κάτ. το 2001). Περιλαμβάνει πέντε επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 2001): Καταντσάρο (Catanzaro,… … Dictionary of Greek
Φλόριντα — (Florida). Πολιτεία (139.697 τ. χλμ., 17.244.300 κατ.) των νοτιοανατολικών ΗΠΑ, που βρέχεται από τον Ατλαντικό στα Α, από τον κόλπο του Μεξικού στα Δ, από τα Στενά της Φλόριντας (που τη χωρίζουν από την Κούβα) στα Ν, και συνορεύει στα Β με τις… … Dictionary of Greek